- προεισαγωγή
- η, ΝΜΑ[προεισάγω]η πριν από το κύριο θέμα εισαγωγή, το προοίμιο, ο πρόλογος («καὶ ἐν ταῑς προεισαγωγαῑς τῶν λογίων», Δίον. Αρεοπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεισαγωγικός — ή, ό / προεισαγωγικός, ή, όν, ΝΑ [προεισαγωγή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεισαγωγή νεοελλ. προκαταρκτικός («προεισαγωγική ανάκριση»). επίρρ... προεισαγωγικώς και προεισαγωγικά Ν 1. με τη μορφή προεισαγωγής 2. προκαταρκτικά … Dictionary of Greek
προεισβολή — ἡ, Α [προεισβάλλω] προεισαγωγή, προοίμιο … Dictionary of Greek
προεισόδιος — α, ο / προεισόδιος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. τὸ προεισόδιον και νεοελλ. μόνο στον πληθ. τα προεισόδια α) προεισαγωγή, προοίμιο («καὶ ἧν ὥσπερ ἐν δράματι προαναφώνησις καὶ προεισόδιον τὸ γινόμενον», Ηλιόδ.) β) απαρχή, προανάκρουσμα («προεισόδια τῆς … Dictionary of Greek
προκατάστασις — άσεως, ἡ, Α [προκαθίστημι] 1. προεισαγωγή («τοιαύτης προκαταστάσεως γενομένης», Διον. Αλ.) 2. φρ. «προκατάστασις τῆς διηγήσεως» προδιήγηση … Dictionary of Greek
προκαταστατικός — η, όν, Α [προκατάστασις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεισαγωγή, προεισαγωγικός, προπαρασκευαστικός … Dictionary of Greek
προωδός — η / προῳδός, ΝΑ νεοελλ. στροφή που χρησιμεύει ως προεισαγωγή σε άσμα αρχ. 1. μουσ. προοίμιο, προανάκρουσμα 2. βραχύς στίχος πριν από έναν ή περισσότερους μακρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. παρ ῳδός] … Dictionary of Greek
προϊστορώ — έω, Α [προΐστωρ] 1. κάνω έρευνα προηγουμένως 2. αναφέρω ως προεισαγωγή 3. παθ. προϊστοροῡμαι, έομαι αναφέρομαι προηγουμένως («ἡμεῑς τε δόξομεν εὐλόγως ἐφάπτεσθαι τῶν ἤδη προϊστορημένων ἑτέροις», Πολ.) 4. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ… … Dictionary of Greek
προϋπεργασία — ἡ, Α [προϋπεργάζομαι] 1. προεργασία, προετοιμασία 2. (ρητ.) προπαρασκευή, προεισαγωγή στο θέμα … Dictionary of Greek
ՆԱԽԱՆԵՐԱԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0392 Chronological Sequence: 8c գ. προεισαγωγή . Նախկին ներածութիւն, որ առաջնորդէ ʼի ներքս կոյս. Նախադուռն եւ սկիզբն մտից բանիցն. *Ի նախաներածութիւնս ասացելոց (այսինքն ʼի մուտս սուրբ գրոց իմաստութեան) գտցես զոմն, զի ասէ յաղագս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
προοίμιο — το 1. προεισαγωγή, πρόλογος, αρχή: Προοίμιο ρητορικού λόγου. 2. προανάκρουσμα. 3. προμήνυμα, προειδοποίηση: Προοίμιο πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)